- ανθράκωμα
- και αθράκωμα, το (Α ἀνθράκωμα)νεοελλ.1. απανθράκωση2. το οίδημα άνθραξαρχ.ανθρακιά, φωτιά από κάρβουνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνθρακώματα — ἀνθράκωμα heap of charcoal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρακώματος — ἀνθράκωμα heap of charcoal neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
αθράκα — αθρακάς, αθράκι, αθρακιά, αθράκωμα κ.λπ.: βλ. ανθράκα, ανθρακάς, ανθράκι, ανθρακιά, ανθράκωμα κ.λπ … Dictionary of Greek